ἀποστήριγμα

ἀποστήριγμα
ἀποστήριγμα
stay
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αποστήριγμα — ἀποστήριγμα, το (Α) 1. υποστήριγμα 2. μετατόπιση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος …   Dictionary of Greek

  • ἀποστηριγμάτων — ἀποστήριγμα stay neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίγματα — ἀποστήριγμα stay neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποστηρίγματος — ἀποστήριγμα stay neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”